- λεπτοκτήτωρ
- λεπτο-κτήτωρ, ορος, ὁ,A small land-holder, PMasp.2i2 (vi A.D.), PLond.5.1674.95 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοκτήτωρ — λεπτοκτήτωρ, ορος, ὁ (Μ) πάπ. ο κάτοχος μικρής έκτασης γης, μικρογαιοκτήμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κτήτωρ] … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek